- μεταληπτικός
- μεταληπτικόςcapable of partaking ofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… … Dictionary of Greek
μεταληπτικά — μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc pl μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc/acc dual μεταληπτικά̱ , μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικώτερον — μεταληπτικός capable of partaking of adverbial comp μεταληπτικός capable of partaking of masc acc comp sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικῶν — μεταληπτικός capable of partaking of fem gen pl μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικόν — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc sg μεταληπτικός capable of partaking of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικαί — μεταληπτικός capable of partaking of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικοῖς — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικοί — μεταληπτικός capable of partaking of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικοῦ — μεταληπτικός capable of partaking of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταληπτικούς — μεταληπτικός capable of partaking of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)